Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

Φάτε τους πλούσιους (στην κυριολεξία)


Μικρό διήγημα




Ο Νικολάκης είχε άγριες διαθέσεις τη νύχτα εκείνη. Το μίσος μέσα του είχε θεριέψει κανονικά, είχε γιγαντωθεί. Θέλεις που έμεινε χωρίς δουλειά, γιατί το αφεντικό του το μετέφερε το εργοστάσιο στο Άφρικα για φθηνά εργατικά; Θες που δεν είχε να φάει, θες που δεν είχε ούτε για νοίκι ούτε για τίποτα; Θες που ήταν και λίγο πανκ και αντιδραστικός από τα νιάτα του; Θες που μπήκε αλλαγή στο ραδιόφωνο το "eat the rich" από σπόντα και καπάκι μετά από το "kill the poor";
Ε, λοιπόν το σύμπαν είχε συνωμοτήσει (και σκατά στον Κοέλιο), το ποτήρι είχε ξεχειλίσει, το κοντέρ τερμάτισε και τα μυαλά στο μίξερ, υπ ατμόν και με
μυρωδιά φριτέζας καμμένης, τσίτα τα γκάζια.
Έτσι πήρε την μεγάλη απόφαση, αν και vegan, τους πλούσιους να φάει και συγκεκριμένα θα ξεκινούσε από τον πρώτο, που ήταν ο ιδιοκτήτης της ιδιωτικής κλινικής, που τον έβαλε χρέος δώδεκα χιλιάδες ευρώ και από ατύχημα.
Την άκουσε λοιπόν πειρατής και Νταβέλης καπετάνιος, πήρε μαζί του μερικά βασικά και ανέβηκε στο βουνό για να φτιάξει την κρυψώνα του, το ορμητήριο και να καταστρώσει το σχέδιο, αφού τίποτα πια δεν του είχε μείνει, αφού και από το σπίτι θα τον πέταγε έξω ο νοικοκύρης, γιατί δεν είχε να πληρώσει κάτι μήνες και άκουγε δυνατά πανκ ροκ για να ξεδώσει.
Ο ιδιοκτήτης της κλινικής, ζούσε σε μια τεράστια βίλα υπερπολυτελείας εκεί που τελείωνε η πόλη, στις παρυφές του βουνού, μαζί με την κατάκοιτη και ψυχωτική γραία μητέρα του και τα βράδια, μετά το δείπνο της έπαιζε πάντα πιάνο με ουρά, κλασσικές επιτυχίες, στο χλιδάτο σαλόνι τους. Η φωτογραφία του Μεταξά επάνω από το πιάνο, απαντούσε χαρωπά και στην πιο ηλίθια απορία και στοίχειωνε ανεπανόρθωτα την κάθε επίδοξη αμφιβολία για το ποιόν της οικογενείας.

Εκείνο το βράδυ ο αγέρας είχε κοπάσει. Ήταν μέσα του χειμώνα αλλά η θερμοκρασία για κάποιον άγνωστο και ασήμαντο για τον αναγνώστη λόγο, δεν ήταν χαμηλή. Ο Νικολάκης είχε να φάει από την προηγούμενη μέρα, αφού και η τελευταία κονσέρβα φασόλια γίγαντες, είχε σφαχτεί ηρωικά και είχε ενταφιαστεί στα έγκατα της κοιλιακής χώρας. Η στιγμή της πείνας είχε έρθει και μαζί της και η στιγμή της εκπλήρωσης της μεγάλης απόφασης. "Ναι, θα τον φάω τον πούστη", ούρλιαξε μέσα του και η κραυγή επεκτάθηκε και έξω από τα στήθια του και ακούστηκε σαν λύκος λυσσασμένος μέσα στης νύχτας τη σιωπή.
Θερίο ανήμερο ο Νικολάκης, καμουφλαρισμένος με φούμο και πρασινάδες, τσακώνει το μαχαίρι του και κατευθύνεται προς την βίλα, μέσα από το δάσος, δέντρο - δέντρο, κυριευμένος από τη μανία της πείνας και τις εκδίκησης. Το μόνο που έχει στο μυαλό του, είναι το πόσο καιρό θα μπορέσει να επιβιώσει τρώγοντας τους πλούσιους της περιοχής του και την έννοια του αν κάποιος ανταγωνιστής - συναγωνιστής θα έκανε το ίδιο, με αποτέλεσμα να μειωθεί ο διατροφικός πληθυσμός του, νταλκάς μεγάλος αφού οι πλούσιοι δεν ήταν και τόσοι πολλοί, δεν ήταν αρκετοί για να τον βγάλουν περισσότερο από ένα μήνα επαρκούς κρεατοφαγίας.
Και νάτον που έφτασε στη μάντρα και την πήδηξε κιόλας.

Ο ήχος του πιάνου πόσο τον συνεπήρε και ο διάολος μαζί του πλούσιου τον πατέρα. Ήταν το Gnossienne No. 3  του Erik Satie και εκείνη τη στιγμή έπρεπε να το απολαύσει. Άρχισε λοιπόν να ταξιδεύει στο χρόνο και να θυμάται, τις φιλενάδες που τον ξεπούλησαν επειδή ήταν φτωχός, τα πλουσιόπαιδα στο σχολείο του, το γνήσιο fly jacket που δεν αγόρασε ποτέ, τη σχολή της μουσικής που ο πατέρας του δε μπορούσε να πληρώσει και το μίσος μέσα του δυνάμωνε, ώσπου ξαφνικά ως διά μαγείας είχε βρεθεί μέσα στο σαλόνι και το μαχαίρι του απειλούσε το λαιμό του ιδιοκτήτη, πίσω από την πλάτη του, καθώς καθότανε στο πιάνο. Για μια στιγμή σιωπή και το ροχάλισμα της γριάς σκρόφας πάνω στον καναπέ.
"Ψόφα στα σκατά κάθαρμα", του ψιθύρισε στ αυτί καθώς του έπαιρνε το λαρύγγι και αμέσως το αίμα ξεχύθηκε στο ακριβό χαλί σαν χείμαρρος και το κάθαρμα ψόφησε.
Τώρα του έμενε να πνίξει και τη μάνα του κακού, τον εκπαιδευτή του κτήνους και να τελειώσει και την υπόλοιπη δουλειά, δηλαδή να πάρει όσο περισσότερο κρέας μπορούσε μαζί του. Την γριά, αν είχε σκύλο, θα του την προσέφερε ευχαρίστως αλλά δεν.

Έτσι το ξημέρωμα τον βρήκε φαγωμένο, στην απόμακρη ζεστή κρυψώνα του, να ονειρεύεται την αυριανή επανάσταση, για έναν κόσμο καλύτερο, με φτωχούς φαγωμένους και αφεντάδες κρεμασμένους, σουβλισμένους, κονσερβοποιημένους, να τους χαρίζουν χαρούμενοι κρεοπώλες σε παζάρια υπαίθρια, πολύχρωμα και σε τρανς πάρτι, υπό την υπόκρουση των Dead Kennedys και της Δόμνας Σαμίου...
Το κρέας ήταν νοστημότατο!

Και μετά ξύπνησε.





...

Δεν υπάρχουν σχόλια: